δαιμονόληπτος

δαιμονόληπτος
-η, -ο
ο δαιμονισμένος, ο φρενοπαθής: Σύμφωνα με τις γραφές, ο Χριστός γιάτρεψε ένα δαιμονόληπτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαιμονόληπτος — η, ο (Μ δαιμονόληπτος, ον) ο δαιμονιόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + ληπτος < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιόληπτος — και δαιμονόληπτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + ληπτος < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοληψία — η (Μ δαιμονοληψία) [δαιμονόληπτος] η κατάσταση τού δαιμονόληπτου* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”